-
1 μάχη
A battle, combat, freq. in Hom., usu. of armies,μ. καὶ φύλοπις Il.13.789
;ἐπὶ ἶσα μ. τέτατο πτόλεμός τε 12.436
;μ. ἐνοπή τε 12.35
;μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι τε 7.237
; sts. of single combat, ib. 158, 232, 263; μ. καὶ δηϊοτής ib. 290;ναῶν ἐν μάχαις Pi.N.9.34
;μάχαις καὶ ναυμαχίαις Lys.30.26
;μάχη δορός A.Ag. 439
(lyr.), etc.: with Verbs, μάχην μάχεσθαι fight a battle, Il.15.414, etc.;θήσονται μ. 24.402
;μάχας εἰσήλυθον 2.798
;ἀρτύνθη μ. 11.216
;μ. ἤγειραν 17.261
; μ. ὀρνύμεν, ὤτρυνον, 9.353, 12.277;συμφερόμεσθα μάχῃ 11.736
;πειρᾶτο μάχας Pi.N.1.43
; ἀντιάζειν τινὶ μάχαν ib.67;σὺν γυναιξὶ τὰς μ. ποιούμενος S.El. 302
, cf. X.Cyr.3.3.29;μάχην συνάψαι ἐμβολαῖς A.Pers. 336
; μ. συμβάλλειν τινί engage battle with.., E. Ba. 837; διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, Hdt.1.169,6.9, A. Supp. 475;διὰ μάχης ἐκβαλεῖν τινα Arist.Pol. 1303a35
(so ἐξέπεσον διὰ μάχης ib.34); εἰς μάχην πρός τινα ἐλθεῖν, μολεῖν, E.Ba. 636 (troch.), Ph. 694;ἐς μάχην ἐπεξιέναι τινί Th.2.23
;μάχης γενομένης Pl.Lg. 869c
; μάχῃ κρατῆσαι conquer in battle, E.HF 612, D.18.193 (with v.l. μάχην); νενικήκαμεν τὴν μεγάλην μ. X.Cyr.7.5.53
;Μιλτιάδης ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μ. τοὺς βαρβάρους νικήσας Aeschin.3.181
; μάχη τινός battle with an enemy,Αἴαντος δ' ἀλέεινε μ. Il.11.542
, cf. Hes.Sc. 361;μ. ὑπέρ τινος Pi.N.7.42
; : pl., strifes,ἔρις τε.. πόλεμοί τε μάχαι τε Il.1.177
;μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Pl.Ti. 88a
, etc.: generally, contention, strife, Id.Ep. 352c, etc.;μάχης ἐάν τις ἄρξηται SIG1109.72
(ii A. D.);μ. νομικαί Ep.Tit.3.9
.2 = ἀγών, contest, as for a prize in the games, Pi.O.8.58 (but ἄεθλα, opp. μάχαι πολέμου, Id.O.2.44).II mode of fighting, way of battle,ἡ μ. σφέων ἦν ἀπ' ἵππων Hdt.1.79
;ἐπίστασθαι τὴν μ. τινῶν Id.7.9
.ά, cf. 7.85, X.Cyr.2.1.7.IV in Logic, contradiction, inconsistency, Epict.Ench.52.1, S.E.M.7.392. -
2 μάχη
μάχη, ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; Hom. κυδιάνειρα, Il. 4, 225, δριμεῖα, 15, 696, καὶ φύλοπις, 13, 789, ἠδὲ πτόλεμος, 536, καὶ δηϊοτής, 7, 290, καὶ ἐνοπή, 16, 246, καὶ ἀνδροκτασίαι, 24, 548, καὶ ὑσμῖναι, Od. 11, 612; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht, Il. 15, 414; ϑήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen, 24, 402; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, 9, 353. 12, 277, die Schlacht erregen, u. sonst in verschiedenen Vrbdgn. Auch vom Zweikampf, Il. 7, 263. 11, 255, u. so μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax, 11, 542, wie Hes. Sc. 361; auch allgemein, Streit, Wortstreit, Zank, wie man Il. 1, 177 deutet, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε. – Oft Pind. u. Tragg.; μάχης ἴδρις, Aesch. Ag. 434, μάχη δορός, 427, μάχην συνάψαι, Pers. 328; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι vrbdt Soph. O. C. 1235; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Trach. 20; auch Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ant. 777; μάχην ποιεῖσϑαι, eine Schlacht liefern, Thuc. u. A.; auch διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; u. einfach ὅτε ἡ μάχη ἦν, Plat. Conv. 220 d, μάχης γενομένης, Legg. IX, 869 c; Xen. oft; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη, Plat. Legg. VIII, 633 d; auch μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσϑαι, Tim. 88 a; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen, Xen. An. 2, 1, 4, wie Dem. 18, 193 κρατῆσαι τὴν μάχην, wo aber Bekker τῇ μάχῃ aus zwei mss. aufgenommen hat. – Bei Xen. An. 2, 2, 6, ἣν (ὁδὸν) ἦλϑον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, steht es für Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschirten sie 93 Tagereisen, u. nachher ἀπὸ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἰς Βαβυλῶνα εἶναι στάδιοι ἑξήκοντα; s. noch 5, 5, 4.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий